onsdag 29 december 2010




Ο Έλληνας και η μαμά του...
(2)

Το πρώτο μέρος του "Ο Έλληνας και η μαμά του"
έμοιαζε σα να πήγαινε γυρεύοντας για να ερεθίσει.
Ήταν σκληρό και, όπως και να το κάνουμε, ήταν
η ματιά ενός ξένου.
Το δεύτερο μέρος μπαίνει σε εσωτερικές λεπτομέρειες.


...Για να τοποθετήσουμε πριν απ΄όλα χρονικά την περιγραφή, αναφέρω ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 1975 και ο συγγραφέας αρχίζει λέγοντας: "Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο φθινόπωρο του 1966". Επειδή λοιπόν το παράδειγμα είναι δύο εικοσαετίες πίσω, θα μεταφέρω ένα σύγχρονο από το 1999.

Βρίσκομαι στο Νοσοκομείο των Παίδων όπου μένω δυό μέρες με το γιό μου που αντιμετώπιζε ένα μικροπρόβλημα. Όλα τα άλλα παιδιά συνοδεύονταν απ΄τις μαμάδες τους. Οι πατεράδες έρχονταν για επίσκεψη. Παρατηρούσα τις αντιδράσεις και τις εκφράσεις των πατεράδων που κυμαίνονταν ανάμεσα στο "ο γιός μου είναι ο Πρώτος", έως μιά γκρινιάρικη παθητικότητα, συνοδευμένη με σχόλια δίπλα στη μάνα που έκανε τα πάντα. Υπήρχαν και πατεράδες που, χωρίς κανένα ειδικό βάρος, παρακολουθούσαν και δε πλησίαζαν κοντύτερα από ένα μέτρο.

Προσέχω τ΄αγόρια και συλλέγω αντιδράσεις. ένα απ΄αυτά απευθύνεται μιά φορά στις είκοσι στον πατέρα του και όταν εκείνος προσπαθεί, με φωνή μισοσβησμένη, να του πει να μη φωνάζει και κλαίει, τον αποπέμπει με το αμίμητο "άφησέ με, ψωριάρη" (ηλικία παιδιού 4,5 χρονών). Ένα άλλο έχει περιλούσει τη μάνα του, από την οποία φαίνεται να έχει πλήρη εξάρτηση, με κοσμητικά όπως "πουτάνα", "κουράδα", "κωλόπαιδο". Εκείνη δε του λέει τίποτα. Ένα τρίτο, το πιό αναπτυγμένο απ΄όλα, ένας μικρός γίγας, τρέμει σύγκορμα κάθε που το πλησιάζει η νοσοκόμα, κρατάει σα τανάλια το χέρι της μάνας του και φωνάζει "μαμάκα μου", "μαμακουλίτσα μου", "μη μ΄ακουμπάς, μαλακισμένη!"(στη νοσοκόμα).

Ο πατέρας στέκεται στο βάθος και δε λέει τίποτα. Ένα τέταρτο είναι τελείως παθητικό. Δεν αντιδράει σε τίποτα, η μητέρα του το καλύπτει μ΄ένα προστατευτικό σύννεφο και ο πατέρας κοιτάζει μ΄ένα βλέμμα "να τον κλαίνε κι οι κόττες".

Είναι ίσως περιττό να προσθέσω πως όλες οι μανάδες με κοιτούσαν σα περίεργο φαινόμενο. "Πού είναι η μητέρα του παιδιού;" και μιά πήγε ακόμα παραπέρα και μου είπε, σα να με λυπόταν," τί μάνα ειν΄αυτή που αφήνει μόνο το παιδί της..."

Όταν ένα κεφάλαιο που πάει να πραγματευτεί ένα θέμα ταμπού, ένα σύμβολο που πετάει φλόγες και κεραυνούς, σαν αυτό της μητέρας περιέχει τα [παραπάνω αποσπάσματα, οι αναγνώστες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι η διάθεσή μου είναι κριτική. Δεν είναι τόσο απλό όμως γι αυτό, ας πάμε παρακάτω.

Όταν διαβάσει κανείς το βιβλίο της Μαριέλλας Χρηστέα-Δουσμάνη Η Ελληνίδα μητέρα άλλοτε και σήμερα, εκδ. Κέδρος 1989, θυμάται κάποια πράγματα, θυμάται το παρελθόν και αναδιπλώνεται. Έτζι, ξεκινάω μ΄ένα χαιρετισμό στην Ελληνίδα μητέρα, που σημαίνει και έμμεσο χαιρετισμό στην Ελληνίδα Γυναίκα. Αν δεν υπήρχαν αυτές, όταν κατέφθασαν οι Βαυαροί και οι σύμβουλοί τους, όταν απελευθερώθηκε το ελληνικό κράτος, αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες που ήταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προσκολλημένες στις παραδόσεις, θα μας είχανε συμβεί πολύ φοβερότερα πράγματα απ΄αυτά που μας συνέβησαν.

Εμείς οι άνδρες, όσο κι αν οι νέες συνθήκες υπαγορεύουν ένα, στοιχειώδες τουλάχιστο, μοίρασμα των οικιακών εργασιών, έχουμε αδυναμία να καταλάβουμε τι θα πει να είσαι γυναίκα, με τη παραδοσιακή έννοια και ιδιαίτερα, τι θα πει να είσαι μάνα. Ίσως να υπεραπλουστεύω αλλά, αν δεν έχει κανείς σιδερώσει τα ρούχα του σπιτιού κι αν δεν έχει φανταστεί τι σημαίνει να σιδερώνεις μιά ζωή, πρώτα για τον άντρα σου, μετά για τα παιδιά σου, στη συνέχεια για τα παιδιά των παιδιών σου και τον άντρα σουκοντολογίς να ξοδέψεις ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής σου σιδερώνοντας ξανά και ξανά τα ίδια ρούχα, είναι τελείως αδύνατο να έχεις τον παραμικρό βαθμό κατανόησης. Παθαίνει κανείς έναν αλαφιασμένο πανικό με το σιδέρωμα. Κάπως έτζι θα πρέπει να αισθάνεται ένα άγριο ζώο που έχει πιαστεί σε παγίδα. 


Μιλάμε για τις παλιότερες μανάδες, αυτές που δεν είχαν πιάσει στα χέρια τους βιβλία περί παιδαγωγικής, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αυτά τα βιβλία που μπέρδεψαν τόσο πολύ τις νεότερες, ώστε να χάσουν το φυσικό ρυθμό της αναπνοής τους


Όχι,
μιλάμε για κείνες τις μαμάδες που πατούσαν και υποχωρούσε το έδαφος. Που μας φώναζαν όταν έπεφτε το σκοτάδι για να γυρίσουμε στα σπίτια μας και αμολούσαν τέτοιες τσιρίδες
που τα οικήματα έκαναν ρωγμές.
Γι αυτές που έτρεχαν από πίσω μας μ΄ένα πιάτο φαϊ ή μιά φέτα λάδι ή βρεμένη ζάχαρη, αυτές τις μανάδες που όλοι τις τρέμαν - "...το περισσότερο που φοβόμαστε, τη μάνα", λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης στ΄Απομνημονεύματά του. "Βέβαια, φοβόμαστε και τον πατέρα. Δε μας έδερνε ποτέ ο πατέρας. Αλλά η μάνα έδινε ξύλο τσουχτερό... Η μάνα μας μάλωνε, πάντως υπήρχε ένας φόβος και του πατέρα. Να μη φτάσει εκεί το πράγμα. Μας έκρυβε η μάνα..." 


Αυτή λοιπόν η σιωπηλή κι ανομολόγητη συμμαχία ανάμεσα στη μάνα και το γιό είναι κάτι που το θυμόμαστε καλά. Μπορεί να φώναζε και να βαρούσε αλλά μετά, ξέραμε, θα΄ρχόταν το χάδι και η ματιά θαυμασμού επάνω μας όταν κάναμε τα κατορθώματα των δρόμων. Εκείνη η ματιά που μας φύτρωνε φτερά στους ώμους και νιώθαμε πως ακόμα και βουνά μπορούμε να κουνήσουμε.


Θυμόμαστε ακόμα και τος διάφορες διδαχές για τη μελλοντική μας ζωή, για το μελλοντικό έγγαμο βίο μας. Όλ΄αυτά τα: να σπουδάσουμε, να κάνουμε οπικογένεια και παιδιά, να βρούμε μιά καλή δουλειά που να μην έχουμε κανέναν πάνω απ΄το κεφάλι μας. Σίγουρα, αυτή η τελευταία διδαχή είναι μιά απ΄τις αιτίες που ο κάθε Έλληνας άνδρας θέλει ν΄ανοίξει δικό του μαγαζί, επιχείρηση, θίασο. Κι ακόμα, το θρυλικό, "κι όταν παντρευτείς, να μην αφήσεις τη γυναίκα σου να σε τραβάει απ΄τη μύτη, τ΄ακούς βρε;" που σήμαινε, "μη κάνεις το λάθος ν΄αμφισβητήσεις τη δική μου εξουσία απάνω σου!".


Ο Καρλ Γιουνγκ στο γνωστό βιβλίο του Ο άνθρωπος και τα Σύμβολά του, σημειώνει την περίπτωση ενός νέου, με αφορμή ένα απ΄τα όνειρά του:

"... Η γυναίκα τούτη δεν είναι παρά μιά άμορφη πόρνη, μισοφανερή και μισοκρυμένη, που αντιπροσωπεύει την απωθημένη στο ασυνείδητο εικόνα μιάς γυναίκας που ο Ανρί δε θα πλησίαζε ποτέ στη συνειδητή του ζωή. Γι αυτόν θα ήταν πάντα ένα αυστηρό ταμπού, μ΄όλο που ασκεί πάνω του (σαν αντίθεση σε μιά πολυσέβαστη μητέρα) μιά μυστική γοητεία, όπως σ΄όλους εκείνους που διακατέχονται από ένα μητρικό σύμπλεγμα. Για έναν τέτοιο νέο, η ιδέα να περιορίσει τις σχέσεις του με τις γυναίκες σ΄ένα καθαρά ζωικό αισθησιασμό,
αποκλείοντας κάθε αίσθημα, είναι συχνά σαγηνευτική. Σε μιά τέτοιου είδους ένωση μπορεί να διατηρήσει ξέχωρα τα αισθήματά του, πράγμα που του επιτρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να μείνει πιστός στη μητέρα του. Μ΄όλα τούτα λοιπόν, το ταμπού που όρθωσε η μητέρα του σ΄οποιαδήποτε άλλη νεαρή γναίκα, διατηρεί στη ψυχή του γιού της την ακατανίκητη αποτελεσματικότητά του".

Πράγματα πολύ γνωστά βέβαια στην ελληνική πραγματικότητα. να κάποιες μπερδεμένες εξομολογήσεις ενός φίλου που μεγάλωσε στην επαρχία. Στα λόγια του υπάρχει μιά αμηχανία, γιατί ένιωθε κάπως περίεργα που μιλούσε σε φίλο του για τέτοια πράγματα. παραδεχόταν πως, ποτέ στη ζωή του δεν είχε αρθρώσει λόγο σχετικά με τα συναισθήματά του σε άλλο αρσενικό.

"...Τα πρώτα μας σεξουαλικά σκιρτήματα ήταν με τη μάνα μας, αλλά ταυτόχρονα δεν επιτρέπαμε στον πατέρα μας να έχει  σεξουαλικές σχέσεις με τη μάνα μας, που ήταν για μας ένα πράγμα ιερό και θέλαμε να την προφυλάξουμε απ΄αυτό που μας είχε περάσει σαν μιά χυδαιότητα. Δεν επιτρέπαμε λοιπόν στον πατέρα μας να διαπράξει χυδαιότητα στη μάνα μας. Κατ΄ επέκταση λοιπόν, όταν πλησίαζα τις γυναίκες και βλέποντας την αυριανή μάνα, τη γυναίκα-μάνα σκεφτόμουν, πώς θα  αντιδράσει στην πρότασή μου να χυδαιολογήσω ή να διαπράξω χυδαιότητα, πως δηλαδή εγώ θ΄αρνιόμουνα το σεβασμό που της έπρεπε και θα της πρότεινα κάτι που ήταν απαγορευμένο..."

Θυμόμαστε επίσης τις συζητήσεις που φτάνανε ως τ΄αυτιά μας, συζητήσεις ανάμεσα σε διάφορες μανάδες που λέγαν τα δικά τους κι εκεί τραβούσαν εξάψαλμους σε άλλες γυναίκες που δε συμπεριφέρονταν καταπώς θά΄πρεπε...
Είναι λοιπόν κωμικοτραγικό πως λειτουργούν οι άνθρωποι. Αυτές οι γυναίκες-θηρία μιλούσαν για τις "άλλες", σα να μην ανήκαν στο ίδιο φύλο μ΄αυτές. Σα νά΄ταν οι μανάδες μας υπερκόσμια όντα που μας προετοίμαζν για τις κακοτοπιές που θα προέκυπταν απ΄τις "άλλες". Χωρίς να το καταλαβαίνουν, εξόπλιζαν τους γιούς τους ώστε να καταπιέσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τις "άλλες", όπως είχαν καταπιεστεί κι αυτές. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έκλειναν με τα λόγια τους τις διόδους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μιά πραγματική επαφή με το θηλυκό ον. Μας σμίλευαν να γίνουμε σκληροί, γιατί η ζωή ήταν σκληρή κι αλλιώτικα δε θα τα καταφέρναμε. Άλλωστε, μιά και τό΄φερε η κουβέντα, πάντα μας λέγαν πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκληρή και πως οι καιροί ήταν πάντα κρίσιμοι. Πάντα μιά απειλή κρεμόταν πάνω απ΄τα κεφάλια μας. Απ΄το "ή ταν ή επί τας" μέχρι τις επιβουλές των Τούρκων στο Αιγαίο. Έτσι θέλαν να μας κάνουν να πιστεύουμε.

ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
(χασάπικο του Ροβερτάκη η του Χατζηχρήστου
σε στίχους Κ. Μάνεση, 1946)

Μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις,
βάσανα να νιώσω και στερήσεις,
στην ψευτιά αυτού του κόσμου
νά΄μαι πάντα μοναχός μου,
μες τους πέντε δρόμους να γυρνώ;

Ήτανε ανάγκη να με βγάλεις,
σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις, 
σε καημούς και σε μεράκια
και να πίνω όλο φαρμάκια
στη βασανισμένη μου ζωή;

Τ΄ήθελες και μ΄έφερες δω πέρα,
να μη δω ποτέ μιάν άσπρη μέρα,
να γυρίζω σαν αλήτης, 
άφραγκος κι ερημοσπίτης,
κουρελιάρης πάντα και φτωχός;

Μάνα μου, κακό που μού΄χεις κάνει,
γιατρικό κανένα δε με πιάνει,
ως κι αυτή πούχ΄αγαπήσει
μ΄έχει, μάνα, απατήσει,
μού΄κανε ρημάδι την καρδιά.

Μπορώ να φανταστώ πως οι στίχοι αυτού του τραγουδιού, και μάλιστα μ΄ένα τέτοιο μελοδραματικό τίτλο, αφήνουν αδιάφορο ένα νέο άνθρωπο. Ο τίτλος μπορεί να προκαλέσει γέλια. Ας πούμε πως είναι έτζι και ας κρατήσουμε μονάχα τη φράση "μοναχός μου".

Το σμίλεμα που εξασκούσαν οι μανάδες και ο υπερπροστατευτισμός τους δημιουργούσε ασύντριφτα δεσμά για τον υπόλοιπο βίο και μάθαινε στους άντρες πως η μοναξιά είναι κακός σύντροφος.

Ο Ούλε Βέντφελτ είναι ένας Δανός ψυχαναλυτής και έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η γυναικεία πλευρά του άντρα. Σε μιά συνέντευξη που παραχώρησε, στην ερώτηση της δημοσιογράφου "γράφεις στο βιβλίο σου ότι πολλές γυναίκες μετά από ένα χωρισμό ή διαζύγιο, διαλέγουν να ζήσουν μόνες για ένα διάστημα, ενώ οι άντρες περνούν συχνά κατευθείαν σε μιά καινούρια σχέση", απάντησε:

Ναί, είναι ευκολότερο για τις γυναίκες να ζήσουν μόνες τους για κάποια περίοδο για να βρουν τη ταυτότητά τους. Βλέπουμε πολλά τέτοια παραδείγματα σήμερα. Έχω παρατηρήσει όμως μιά αλλαγή. Οι γυναίκες μετά από το λύσιμο ενός δεσμού αρχίζουν να νιώθουν ότι τους χρειάζονται οι άνδρες και προσπαθούν τότε να τους καταλάβουν. Οι άνδρες όμως φοβούνται και αναρωτιούνται "πού θα με βγάλει τώρα αυτό το  καινούριο;"

Ερώτηση: Μήπως είναι η σειρά των ανδρών να περάσουν μια περίοδο μοναξιάς;

Απάντηση  Ναι, ίσως. Είναι όμως δυσκολότερο για τους άντρες να βρεθούν μόνοι με τον εαυτό τους, αυτό είναι το πρόβλημα. Ο συναισθηματικός κόσμος τους είναι διαφορετικός από των γυναικών  και έχουν δυσκολίες να νιώσουν συναισθήματα, αν αυτό δε γίνεται
σε συνδυασμό με μιά γυναίκα. Ήδη από την περίοδο που το έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας του διαμορφώνεται σε αρσενικό είναι πλήρως εξαρτώμενο από κείνη και την αρμονική της ισορροπία. Για να μπορέσει να επιβιώσει ψυχικά είναι αναγκασμένο να μάθει να συμμορφώνεται με τις διαθέσεις της γυναίκας. Το σημαντικότερο στρώμα της προσωπικότητας του αρσενικού παιδιού διαμορφώνεται σε μια πλήρη αρμονία μ΄εκείνην, στα τρία πρώτα του χρόνια. Όταν ο άνδρας αρχίζει να διαμορφώνει τη δική του ταυτότητα
μπαίνει το καθήκον να πάρει μιά απόσταση από τη μητέρα κι αυτό οδηγεί σε μιά επιθετικότητα. Στην ιστορία των πολιτισμών μπορεί να δει κανείς  ότι οι άνδρες, σε όλες τις εποχές, συναθροίζονταν σε ομάδες, αποκλείοντας τις γυναίκες γιατί νιώθουν ότι δε μπορούν να τις ελέγξουν. Οι άντρες πέφτουν πολύ εύκολα πίσω στο σύνδρομο της μητέρας. Επηρρεαζόμαστε τόσο δυνατά στα συναισθήματά μας από τις γυναίκες που δυσκολευόμαστε να βρούμε τη δική μας ταυτότητα. Αντί να επιμείνουμε, κόβουμε το νήμα που μας συνδέει με τα συναισθήματά μας, χάνοντας τα ίδια μας τα θεμέλια. Όταν η πατριαρχική εξέλιξη προχωρεί πολύ και γίνεται μονοδιάστατη, η γυναίκα βιώνεται είτε σα Παναγία, είτε σα μάγισσα (σημ. δική μου - είτε σα πόρνη, κατά το ελληνικότερον).

Ερώτηση Λέτε ότι οι άνδρες είχαν πάντα φόβο για τις γυναίκες. Υπάρχει ένας καινούριος φόβος σήμερα;

Απάντηση Δε νομίζω ότι οι άνδρες έχουν ξεκάθαρο μέσα τους ότι φοβούνται. Ένας
άντρας, σύμφωνα με τον κανόνα, δε φοβάται. Όποτε ο άνδρας αισθάνθηκε πιεσμένος,
καταπίεσε τη γυναίκα με διάφορους τρόπους. Δε κατάλαβε όμως ότι το έκανε εξαιτίας
του φόβου του. Πίστεψε ότι ο λόγος ήταν πως τη θεωρούσε υποδεέστερη και ενοχλητική.
Αυτό που είναι καινούριο είναι πως οι άνδρες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι η
καταπίεση προκαλείται από την ανάγκη να αμυνθούν. Ότι, στο επίπεδο των συναισθημάτων, δε τα βγάζουν πέρα με τις γυναίκες".


Με τα προβλήματά μας, ιδιαίτερα αν είναι βασανιστικά, κάτι πρέπει να κάνουμε. Ή τα αντιμετωπίζουμε, πράγμα δύσκολο για πολλούς λόγους, ή μας καταπλακώνουν και παραφρονούμε, ή καταστρεφόμαστε ή τα απωθούμε και παθαίνουμε εμφράγματα, εγκεφαλικά επεισόδια, ή ρίχνουμε το φταίξιμο σε άλλους και φτιάχνουμε μια σιδηρόφρακτη μυθολογία για να ξεμπερδέψουμε. Το ανδρικό φύλο διάλεξε τη τελευταία λύση. Δεν απαλλάχτηκε όμως απ΄το πρόβλημα γιατί οι γυναίκες, αυτό το "αναγκαίο κακό", όπως  έλεγε ο Ησίοδος, ή ο "μπελάς" όπως τις χαρακτήριζε ο Μπουκόφσκι, μας καταδιώκουν παντού, απλώνοντας τα χέρια τους μέσα στα όνειρά μας, όπως έκανε η Βασίλισσα του Σαβά στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλομπέρ. Κι εμείς, όπως κι εκείνος, αναστενάζουμε, πισωδρομούμε, τρίζουμε τα δόντια, κάνουμε το σταυρό μας αλλά ενδίδουμε, ενώ ο Άγιος Αντώνιος τα κατάφερε, όπως κι ο Οδυσσέας με τις Σειρήνες.
"Για το γένος των γυναικών οι Έλληνες κινητοποίησαν ωκεανούς λόγου", σημειώνει η Νικόλ Λορό στο βιβλίο της Τα τέκνα της Αθήνας.

Θά΄ταν ενδιαφέρουσα μιά έρευνα που θα απευθυνόταν στις γυναίκες για να πουν πόσο ο άνδρας τους επηρρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη μαμά του. Η προσωπική μου άποψη είναι πως το ποσοστό κυμαίνεται ανάμεσα στο 70-80%. Ξέρω πάμπολλα ζευγάρια που στο τέλος της βδομάδας τρώνε μαζί με τη μαμά του. Άλλοθι πολλά μπορούν να υπάρχουν. Τη λυπούνται, δεν αντέχουν τη γκρίνια της, ξεπληρώνουν τις ενοχές τους, και πάει λέγοντας. Η άποψή μου είναι πως στη χώρα μας, με διάφορα προσχήματα, οι γονείς εννοούν να καταβροχθίζουν τα παιδιά τους. 

Η μαμά, είτε σα Κέρβερος, είτε σα πικρό πλάσμα που συνεχώς βγάζει φυσαλλίδες γκρίνιας και παραπόνων, λειτουργεί σα υπερκομματικό ον, σα να μη προέρχεται κι εκείνη από το γυναικείο φύλο. προστατεύει διά ζωής τον κανακάρη της, επιβλέπει, κρίνει και γκρινιάζει στη νύφη, της σέρνει τα εξ αμάξης πίσω απ΄τη πλάτη της, ανακυκλώνει τη καταπίεση.

Οι υπηρεσίες βέβαια της μάνας, πέρα απ΄τη καλή τους πλευρά, δε δίνονται δωρεάν. Ξεπληρώνονται με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα.
Η συνηθισμένη πρακτική της Ελληνίδας μάνας, αν δε καταφέρει να καταβροχθίσει τον κανακάρη της αντιμετωπίζοντάς τον σα μωρό, ακόμα κι όταν έχει παντρευτεί και κάνει παιδιά, είναι να του δημιουργεί τύψεις ενοχής. Με το ύφος της εγκαταλειμένης παρθένου και τη πίεση του σαγονιού προς τα πάνω, δημιουργεί ένα μπρούμυτο μισοφέγγαρο στο στόμα της και συνέχεια αναστενάζει. Παραπονιέται ότι κανείς δε την αγαπάει πιά, ότι νιώθει μόνη με τις αρρώστειες της, αναμοχλεύει το παρελθόν ή σιωπά θεατρικά.
 Ο σύζυγος αναχωρεί για τα θυμαράκια, κατά κανόνα νωρίτερα, πληρώνοντας τη πίεση, το άγχος καθώς και την αχρηστία που νιώθει όταν βγει στη σύνταξη.


 Εκείνη ξέρει τα πάντα, αν και άφησε τελείως συναισθηματικά αναλφάβητο το γιό της, και τον σπρώχνει συνεχώς προς τα εμπρός, αποβλέποντας να τον κάνει αφεντικό άλλων. Τα λεφτά, το αυτοκίνητο, η προς τα έξω εικόνα, αυτά μετράνε. Τι ψυχικό κόστος έχουν όλ΄αυτά, δε συζητιέται. Γενικότερα, δε συζητάμε στη χώρα μας τι κοστίζουν τα χρήματα.

Εκεί που βλέπουμε πολύ καθαρά το σπρώξιμο προς τα εμπρός με κάθε θυσία είναι στις περιπτώσεις των παιδικών ταλέντων όπου, ακόμα κι όταν μεγαλώσουν μοιάζουν σα μεγενθυμένα μωρά, καλυμένα απ΄τη σκιά της μαμάς τους.

Ο υποφαινόμενος τυχαίνει να ειναι ένας άνθρωπος που δε κρατάει παράπονα απέναντι στη μάνα του. Δε του έδωσε κάποιες ρίζες, αλλά κατάλαβε τις αιτίες που δε της επέτρεψαν κάτι τέτοιο.
Έτυχε να έχω γονείς μικροαστούς, με τη γενική έννοια που δίνουμε σ΄αυτή τη λέξη. Έπιανα πολλές φορές τον εαυτό μου να λέω μέσα μου πως θα ήθελα να είχα ένα ζευγάρι γονιών από χωριό, που να ζούσαν σ΄ένα απλό σπιτάκι, να ασχολούνται με απλά πράγματα κι εγώ να πηγαίνω να τους βλέπω και να τους φιλάω και το χέρι. Εκεί που "γινόμουνα Τούρκος" ήταν όταν η μάνα μου προσπαθούσε να μου περάσει ιδεολογία ή να μου υπενθυμίσει πως δεν έκανα αυτά που πρέπει να κάνει ένας άντρας στη ζωή του.

Επειδή κουβαλάω μιά ανησυχία ότι νομίζετε πως είναι μονόπλευρος, παραθέτω ένα απόσπασμα από το βατό βιβλίο της Χάρις Δ. Κατάκη, οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής οικογένειας:

Γιατί όμως δημιουργούνται τόσες συγκρούσεις; Γιατί τα παιδιά της δυσανασχετούν τόσο πολύ, παρά τη βοήθεια που τους προσφέρει; Δεν το καταλαβαίνει. Το θεωρεί αχαριστία, αισθάνεται θύμα. Δε  συνηδειτοποιεί ότι ίσως μέσα της αισθάνεται ανασφαλής σ αυτό το
ρόλο. Οι άλλοι δε συμφωνούν με τις παιδαγωγικές της ιδέες, τις θεωρούν ξεπερασμένες. Τα φαγητά δε μοιάζουν με τις μοντέρνες συνταγές της νύφης. Αισθάνεται να την κρίνουν. Και συχνά να την κατακρίνουν. Όταν υποχωρεί νιώθει αδικημένη και δημιουργεί ενοχές στους άλλους. Όταν δεν υποχωρεί, δημιουργούνται συγκρούσεις. Οι άλλοι θυμώνουν. Και στις δύο περιπτώσεις οι άλλοι αισθάνονται "καταπίεση". Μα περνάει ο καιρός και οι προοπτικές διαγράφονται ζοφερές. Τα παιδιά, πνιγμένα σε υποχρεώσεις, σε δικά τους αδιέξοδα, την αισθάνονται βάρος. Γίνεται πακέτο και μετακομίζει από το ένα παιδί στο άλλο. Υπάρχουν τελικά και οι Οίκοι Ευγηρίας...

Έχω να δώσω μιά συμβουλή στους γονείς και ειδικότερα στις μανάδες. Ζητείστε δειλά απ΄τα παιδιά σας μιά γωνιά, κοντύτερα ή μακρύτερά τους και μην εμπλέκεστε στη ζωή τους. Αντίθετα, δείξτε ευγνωμοσύνη και καλωσύνη για να σας προσέξουν. 


lördag 27 november 2010

fredag 15 oktober 2010


Η καρδιά πέτρα...


Αυτός που είναι πραγματικά σκληρός...

τί θα πει όμως σκληρός;

Σκληρός γίνεται κανείς απ΄τις περιπέτειες των δρόμων της ζωής ή, από δύσκολες καταστάσεις, ενδοοικογενειακές και μη, στη παιδική ηλικία. Εκεί ανοίγονται δυό δρόμοι. Ή θα συντριβείς, ή θα σκληρύνεις για να τα βγάλεις πέρα. Και σκληραίνω σημαίνει,

δεν αφήνω τα εξωτερικά γεγονότα
ν΄αγγίξουν την εσώτερη μαλακή
υφή μου, αυτή που έχουν όλοι οι άνθρωποι.

Οι πραγματικά σκληροί άνθρωποι δε δείχνουν τη σκληράδα τους για ψύλλου πήδημα. Τη κρατάνε μέσα τους αλλά, όταν χρειαστεί τα παίρνουν όλα σβάρνα.

Έτζι ήταν οι παλιοί νταήδες της Πόλης, έτζι ήταν κι ο Παναής Αλτσίτζογλου...



Το πολυεδρικό διαμάντι
με το όνομα
Regina Spector



Η Regina Spector, το σύνολο των αστερισμών που βγάζει αυτός ο άνθρωπος είναι για μένα, το ιδεώδες μοντέλο της αυριανής γυναίκας.

Γιατί;

Γιατί είναι, πριν απ΄όλα, επιμειξία δυό κάθετα αντίθετων και διαφορετικών πολιτισμών, του ρώσσικου και του αμερικάνικου.

Γιατί είναι πολύ αληθινή, πολύ έξυπνη, πολύ αισθαντική, διαβασμένη, τρυφερή, φεγγοβολάει από χαρά και καλωσύνη, εκπέμπει τόσο όμορφα την ανάγκη ν΄αγαπήσει και ν΄αγαπηθεί, είναι δημιουργική στο έπακρο, έχει μεγάλη φαντασία, σωστή μουσική παιδεία, δεν έχει ξεχάσει το κόσμο του χτες, συνδυάζει χαρακτηριστικά των παλιότερων γυναικών με το σημερινό κόσμο. Εσωτερική δύναμη μαζί με τρυφερότητα και χαρά.

Όμως, το αυριανό γυναικείο μοντέλο δε θά΄΄ναι αυτό. Θά΄ναι, το ξέρω, θα το δείτε, αυτά τα γυναικεία πλάσματα που βλέπουμε σε ταινίες σα το Allien (δεν εννοώ τη Sigourney Weaver). Στρατιωτίνες με γυμνασμένα σώματα και μυς.

Σας εύχομαι να περάσετε καλά μ΄αυτές τις γυναίκες. Άλλωστε,

ότι δεν έχουμε δοκιμάσει,
δε μας λείπει...






Για τη Μηχανή...
About the Machine...

μαγειρεύεται το κείμενο...











onsdag 15 september 2010



Το τραγούδι της Μοσχαρούλας
Παραζητούλη


Αν ανοίξτ’ ένα κουτάκι που η θάλασσα το βρέχει
κι αν θα βρείτε ένα λύκο που να τρώει κρουασάν,
το ρινόκερο που τρέχει όταν οι άλλοι περπατάν,
το λουκάνικο που στρίβει στη γωνία και πιστεύει
πως το σύνεφο θα γίνει παντελόνι που χορεύει
τότε πείτε,  «είμαι κύμα, κιμάς και κιμωλία,
βαρόνος των ψαριών που ψάχνει στην πλατεία
τους πρίγκηπες των άστρων που άρπαξαν φωτιά
τα κίτρινα λουλούδια που γίναν βιολετιά,
κουνούπια που τσιμπάνε μία χοντρή μου θεία,
καρέκλες που μικραίνουν, που γίνονται σα πλοία
και πέφτουνε στο πέλαγο που κυματίζει αργά

1ο ρεφρέν               


Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά απο πεταλούδες,
λιγνά χελιδονόψαρα, πορτοκαλιές μαϊμούδες,
μήπως κι έρθει η βροχή τιςτσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;
     
Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά απο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, φύλλ’ απο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει η βροχή τις τσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;

Αλλ’ αν πείτε έτσι θάρθει, εκείνο το μωρό
που ζει μέσα στους λόφους και πίνει το νερό,
μες το ψηλό ποτήρι που πλέει ο πινγκουίνος,
μέσά σ’ ένα σωσίβιο, λευκός σα νά’ναι κρίνος
και τότε, ξεκαρδίζεται της κότας το ζουμί
και λέει: «δε το ποτίσατε αυτό το γιασεμί!»
γι αυτό και σταματήσανε της πόλης τα ρολόγια
γι αυτό το άσπρο ψάρι πλέει μέσα στα υπόγεια,
καθώς ισορροπεί πάνω σ’ ένα πηρούνι,
δεινόσαυρων πατημασιές, σαύρες χωρίς πηγούνι.

Τί είπατε; Πώς είπατε; «Πινγκ πονγκ;” Μα, δε ταιριάζει!
Της σαύρας η πατημασιά, πώς μπήκε μες το τσάι;
Ένα και τρία, τέσσερα, κλιπ κλαπ, κι εγώ να τρέμω
και μπι και σι, πιστέψτε με, ούτε ήξερα, ούτε ξέρω...
Είμαι δω, είμαι κει, είμαι πού; Καλαμαζού!
Ντοκ, σφυρίζω, ντοκ, ελπίζω, έχασα το νου,
στης Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο,
η πόρτα κλείνει τρίζοντας, μα εγώ πιά εδώ δε μένω!

Η μέδουσα πιό χαμηλά να φτάσει και πιό κάτω
στου κήπου σας το ήσυχο, το ασημένιο πιάτο,
εκεί που λιώνουνε αργά της πόλης οι κιθάρες
με ένα «πλινγκ”, αφήνοντας δύο καμπύλες ζάρες,
στης Μοσχαρούλας το λαιμό που ζει το σαλιγκάρι,
κοιτάζοντας στοχαστικά το άδειο το φεγγάρι.


Παραζητούλη, μη ξεχνάς τα σιωπηλά παιδάκια
που θέλουνε να παίξουνε στης πόλης τα σοκάκια
κι αντί γι αυτό, θαμπώνουνε στης πόλης τα μπαλκόνια,
κοιτάζοντας τα σύνεφα που φεύγουν σα μπαλόνια.

2ο ρεφρέν                 


Αχ, νοτιαδάκι, φύσα με φτερά απο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαριά απο νεραντζούλες
μήπως και έρθει λίγο φως στις τσέπες μου να φέξει
που μούχλιασαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με προσέξει;


Πώς είπατε; Τί είπατε;  Φλιπ, φλοπ, χοροπηδάει,
η σαύρα μες το τσάι μου γλυκά με πιτσιλάει!
 ”Πλινγκ” η χάντρα, «φλουπ” το ψάρι, η μέρα σκοτεινιάζει
τρέχει, βρέχει, χάνεται κι όλο μας τραγουδάει,
της Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο
και κλείνει η πόρτα τρίζοντας, μα εγώ πιά εδώ δε μένω...


***


Εκτά φικροί κορκόδιπλοι


Εκτά φικροί κορκόδιπλοι
γκριζόστριβαν, τεντόνιζαν,
πάνω απ’ τα αλδιβένια (δις)
και φέταλα στουπάγγιζαν
σε κόρκαλα απειρένια

Πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αλατονικά,²
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αχ, ζακριλικά

Σκεπόνια ασημόδεναν
σκιντίρλιζαν και σκόντιζαν
με μούφες το σφεγγάρι (δις)
και σταλαμπίτσες σφώτιζαν
το στάρι στο σποτάδι.


Πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πατρακυλιστά,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αχ, τριζονικά


***



tisdag 31 augusti 2010





Αγαπητέ elkibra-machine,

Είσαι μόνος κι εγκαταλειμένος χωρίς τη παραμικρή φροντίδα, από τις 3 Μαϊου 2010.
Το περιβάλλον σου, το χρώμα σου, θυμίζει απαστράπτοντα διάδρομο νοσοκομείου χωρίς ασθενείς... Υπερίπταται μόνο ένα πέπλο ανησυχίας και φόβου (;), ανάκατος με μιά αίσθηση γοητείας για όσα μέλλουν να συμβούν.
Τί να κάνω με σένα;

lördag 27 februari 2010





lördag 6 februari 2010

Είπε (μας λένε) ο Θεός...



"Και ευλόγησε αυτούς (Αδάμ και Εύα) ο Θεός και είπε προς αυτούς ο Θεός, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης"...




Eίπατε τίποτα;

tisdag 19 januari 2010