onsdag 15 september 2010



Το τραγούδι της Μοσχαρούλας
Παραζητούλη


Αν ανοίξτ’ ένα κουτάκι που η θάλασσα το βρέχει
κι αν θα βρείτε ένα λύκο που να τρώει κρουασάν,
το ρινόκερο που τρέχει όταν οι άλλοι περπατάν,
το λουκάνικο που στρίβει στη γωνία και πιστεύει
πως το σύνεφο θα γίνει παντελόνι που χορεύει
τότε πείτε,  «είμαι κύμα, κιμάς και κιμωλία,
βαρόνος των ψαριών που ψάχνει στην πλατεία
τους πρίγκηπες των άστρων που άρπαξαν φωτιά
τα κίτρινα λουλούδια που γίναν βιολετιά,
κουνούπια που τσιμπάνε μία χοντρή μου θεία,
καρέκλες που μικραίνουν, που γίνονται σα πλοία
και πέφτουνε στο πέλαγο που κυματίζει αργά

1ο ρεφρέν               


Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά απο πεταλούδες,
λιγνά χελιδονόψαρα, πορτοκαλιές μαϊμούδες,
μήπως κι έρθει η βροχή τιςτσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;
     
Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά απο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, φύλλ’ απο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει η βροχή τις τσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;

Αλλ’ αν πείτε έτσι θάρθει, εκείνο το μωρό
που ζει μέσα στους λόφους και πίνει το νερό,
μες το ψηλό ποτήρι που πλέει ο πινγκουίνος,
μέσά σ’ ένα σωσίβιο, λευκός σα νά’ναι κρίνος
και τότε, ξεκαρδίζεται της κότας το ζουμί
και λέει: «δε το ποτίσατε αυτό το γιασεμί!»
γι αυτό και σταματήσανε της πόλης τα ρολόγια
γι αυτό το άσπρο ψάρι πλέει μέσα στα υπόγεια,
καθώς ισορροπεί πάνω σ’ ένα πηρούνι,
δεινόσαυρων πατημασιές, σαύρες χωρίς πηγούνι.

Τί είπατε; Πώς είπατε; «Πινγκ πονγκ;” Μα, δε ταιριάζει!
Της σαύρας η πατημασιά, πώς μπήκε μες το τσάι;
Ένα και τρία, τέσσερα, κλιπ κλαπ, κι εγώ να τρέμω
και μπι και σι, πιστέψτε με, ούτε ήξερα, ούτε ξέρω...
Είμαι δω, είμαι κει, είμαι πού; Καλαμαζού!
Ντοκ, σφυρίζω, ντοκ, ελπίζω, έχασα το νου,
στης Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο,
η πόρτα κλείνει τρίζοντας, μα εγώ πιά εδώ δε μένω!

Η μέδουσα πιό χαμηλά να φτάσει και πιό κάτω
στου κήπου σας το ήσυχο, το ασημένιο πιάτο,
εκεί που λιώνουνε αργά της πόλης οι κιθάρες
με ένα «πλινγκ”, αφήνοντας δύο καμπύλες ζάρες,
στης Μοσχαρούλας το λαιμό που ζει το σαλιγκάρι,
κοιτάζοντας στοχαστικά το άδειο το φεγγάρι.


Παραζητούλη, μη ξεχνάς τα σιωπηλά παιδάκια
που θέλουνε να παίξουνε στης πόλης τα σοκάκια
κι αντί γι αυτό, θαμπώνουνε στης πόλης τα μπαλκόνια,
κοιτάζοντας τα σύνεφα που φεύγουν σα μπαλόνια.

2ο ρεφρέν                 


Αχ, νοτιαδάκι, φύσα με φτερά απο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαριά απο νεραντζούλες
μήπως και έρθει λίγο φως στις τσέπες μου να φέξει
που μούχλιασαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με προσέξει;


Πώς είπατε; Τί είπατε;  Φλιπ, φλοπ, χοροπηδάει,
η σαύρα μες το τσάι μου γλυκά με πιτσιλάει!
 ”Πλινγκ” η χάντρα, «φλουπ” το ψάρι, η μέρα σκοτεινιάζει
τρέχει, βρέχει, χάνεται κι όλο μας τραγουδάει,
της Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο
και κλείνει η πόρτα τρίζοντας, μα εγώ πιά εδώ δε μένω...


***


Εκτά φικροί κορκόδιπλοι


Εκτά φικροί κορκόδιπλοι
γκριζόστριβαν, τεντόνιζαν,
πάνω απ’ τα αλδιβένια (δις)
και φέταλα στουπάγγιζαν
σε κόρκαλα απειρένια

Πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αλατονικά,²
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αχ, ζακριλικά

Σκεπόνια ασημόδεναν
σκιντίρλιζαν και σκόντιζαν
με μούφες το σφεγγάρι (δις)
και σταλαμπίτσες σφώτιζαν
το στάρι στο σποτάδι.


Πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πατρακυλιστά,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
πάνω κάτω,
αχ, τριζονικά


***